- ελκυστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο ικανός να ελκύει κάτι προς τον εαυτό του, θελκτικός, γοητευτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἑλκυστικός — drawing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελκυστικός — ή, ό (AM ἑλκυστικός, ή, όν) αυτός που ασκεί έλξη, που σέ τραβάει, που προσελκύει με τα θέλγητρα και τα χαρίσματα του αρχ. (για φάρμακο) ο ικανός να τραβάει και να απομακρύνει από τον οργανισμό … Dictionary of Greek
ἑλκυστικά — ἑλκυστικός drawing neut nom/voc/acc pl ἑλκυστικά̱ , ἑλκυστικός drawing fem nom/voc/acc dual ἑλκυστικά̱ , ἑλκυστικός drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστικόν — ἑλκυστικός drawing masc acc sg ἑλκυστικός drawing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστική — ἑλκυστικός drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστικήν — ἑλκυστικός drawing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκυστικῶς — ἑλκυστικός drawing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
έμνοστος — η, ο 1. γευστικός, νόστιμος 2. (για πρόσ.) ελκυστικός, χαριτωμένος … Dictionary of Greek